Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῆς ἑσπέρας

См. также в других словарях:

  • εσπέρας — το (AM ἑσπέρας Μ και ἁσπέρας) η εσπέρα, το βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη γενική τού ουσ. εσπέρα. Το ουδ. γένος τής λέξεως αναλογικά προς το αντίθετό του το πρωί] …   Dictionary of Greek

  • вечеръ — ВЕЧЕР|Ъ (305), А с. Вечер: се ˫акоже видиши оуже вечеръ соущь и оутрьнии д҃нь далече ѥсть. ЖФП XII, 44г; б҃жствьныима евангелистома гл҃ющема маѳеови и лоуцѣ. овомоу гл҃ющю въ вечеръ соуботьныи прѣжде гл҃ѥмъ. овомоу же зѣло рано поздьньство нощи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • συντάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [τάσσω] 1. (ιδίως σχετικά με στρατό) βάζω στη σειρά, παρατάσσω 2. διατυπώνω κάτι εγγράφως, συγγράφω (α. «συντάσσω συμβόλαιο» β. «αὐτὸς ἄχρι τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», Πλούτ.) 3. γραμμ …   Dictionary of Greek

  • εφεσπερεία — ἐφεσπερεία, ἡ (Α) [εφεσπερεύω] αγρυπνία, νυχτέρι (κατά το λεξ. Σούδα «ἡ τῆς ἑσπέρας») …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • Αγέλαος — (3ος αι. π.Χ.).Στρατηγός της Αιτωλικής Συμπολιτείας από τη Ναύπακτο, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής του. Ίσως όμως να υπήρξε ικανότερος ως διπλωμάτης: το έτος 220 πέτυχε να συνάψει με τον Σκερδελαϊδα, βασιλιά των Ιλλυριών,… …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

  • IONA sive IONAS — IONA, sive IONAS unus es 12. minoribus Prophetis. Incepit sub Ioa et Amazia. secundum quosdam, munere suo erga Ninevitas defungi, A. M. 3211. Aliis id in A, C. 3168. reicientibus. Vide deillo 2. Reg. c. 14. v. 25. et Prophetiam eius, 4. capp.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ВХОД — [греч. εἴσοδος], в правосл. богослужении торжественная процессия священнослужителей, центральным моментом к рой является вход через св. врата в алтарь. Во время Божественной литургии совершаются 2 В. малый и великий; В. может также происходить во …   Православная энциклопедия

  • Classical compass winds — The Tower of the Winds in Athens Classical compass winds refers to the naming and association of winds in Mediterranean classical antiquity (Ancient Greece and Rome) with the points of geographic direction and orientation. Ancient wind roses… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»